- ἐλεγξί-γαμος
ἐλεγξί-γαμος, ποταμός, die Ehe prüfend, bewährend, ep. symm. her. 32 (IX, 125).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλεγξί-γαμος, ποταμός, die Ehe prüfend, bewährend, ep. symm. her. 32 (IX, 125).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεψίγαμος — η, ο (AM κλεψίγαμος, ον) αυτός που έχει παράνομες σαρκικές σχέσεις, μοιχός νεοελλ. (για παιδιά) αυτός που γεννήθηκε από κλεψιγαμία αρχ. αυτός που γίνεται κατά την κλεψιγαμία («κλεψίγαμοί τε φθοραί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + γαμος… … Dictionary of Greek