- πεντά-δωρος
πεντά-δωρος, fünf Querhände, δῶρα, breit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-δωρος, fünf Querhände, δῶρα, breit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεσσαρακαιδεκάδωρος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει μήκος δεκατεσσάρων παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρακαίδεκα + δῶρον «παλάμη» (πρβλ. πεντά δωρος)] … Dictionary of Greek
πεντάδωρος — ον, Α αυτός που έχει πλάτος πέντε παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + δῶρον «παλάμη» (πρβλ. δωδεκά δωρος)] … Dictionary of Greek