- ἐλεφαντο-θήρας
ἐλεφαντο-θήρας, ὁ, Elephantenjäger, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλεφαντο-θήρας, ὁ, Elephantenjäger, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσοθήρας — ο, ΝΜ μτφ. άτομο που επιδιώκει επίμονα να πλουτίσει νεοελλ. άνθρωπος που αναζητεί κοιτάσματα χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ελεφαντο θήρας] … Dictionary of Greek