- ἐλεφαντιασμός
ἐλεφαντιασμός, ὁ, dasselbe, E. M. 561, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλεφαντιασμός, ὁ, dasselbe, E. M. 561, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλεφαντιασμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντιασμόν — ἐλεφαντιασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)