- ἐλεφαντό-πους
ἐλεφαντό-πους, οδος, mit elfenbeinernen Füßen; κλίνη Plat. com. bei Ath. II, 48 c; D. Cass. 61, 10 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλεφαντό-πους, οδος, mit elfenbeinernen Füßen; κλίνη Plat. com. bei Ath. II, 48 c; D. Cass. 61, 10 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρκινόπους — καρκινόπους, ουν (Α) επιγρ. χωλός, ανάπηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + πους (< πούς), πρβλ. δρακοντό πους, ελεφαντό πους] … Dictionary of Greek
κεφαλόπους — κεφαλόπους, οδός, ὁ (Α) στον πληθ. οι κεφαλόποδες τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πους (< ποῡς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντό πους, λεοντό πους] … Dictionary of Greek
κονίπους — κονίπους, οδος, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῡντο δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῑν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.) β) σανδάλια με στενά… … Dictionary of Greek
λαγόπους — ουν και λαγώπους, ουν (Α λαγώπους, ουν) 1. λαγοπόδαρος, αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με τού λαγού 2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λαγόπους ή λαγώπους γένος ορνιθόμορφων πτηνών τής οικογένειας φασιανίδες, τού οποίου στην Ελλάδα ζουν δύο είδη κοινώς… … Dictionary of Greek