ἐλευθέρωσις

ἐλευθέρωσις

ἐλευθέρωσις, , die Befreiung, Freilassung; Her. 9, 45; ἀπό τινος, Thuc. 3, 10; ἡ τῶν μὴ ἀναγκαίων ἡδονῶν ἐλ. καὶ ἄνεσις Plat. Rep. VIII, 561 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐλευθέρωσις — liberation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερώσει — ἐλευθέρωσις liberation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλευθερώσεϊ , ἐλευθέρωσις liberation fem dat sg (epic) ἐλευθέρωσις liberation fem dat sg (attic ionic) ἐλευθερόω set free aor subj act 3rd sg (epic) ἐλευθερόω set free fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερώσεις — ἐλευθέρωσις liberation fem nom/voc pl (attic epic) ἐλευθέρωσις liberation fem nom/acc pl (attic) ἐλευθερόω set free aor subj act 2nd sg (epic) ἐλευθερόω set free fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερώσηι — ἐλευθέρωσις liberation fem dat sg (epic) ἐλευθερώσῃ , ἐλευθερόω set free aor subj mid 2nd sg ἐλευθερώσῃ , ἐλευθερόω set free aor subj act 3rd sg ἐλευθερώσῃ , ἐλευθερόω set free fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερώσιος — ἐλευθέρωσις liberation fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθέρωσιν — ἐλευθέρωσις liberation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελευθέρωση — η (ΑΜ ἐλευθέρωσις) απαλλαγή, λύτρωση από κάτι αρχ. κατάχρηση, ακολασία …   Dictionary of Greek

  • μεθάρμοσις — μεθάρμοσις, εως, ἡ (Α) [μεθαρμόττω] μετατροπή, μεταβολή, αλλαγή («καὶ γίνεται μεθάρμοσις δεσποτῶν, οὐκ ἐλευθέρωσις τῶν Ἑλλήνων», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • Ρουσιάδης, Γεώργιος — Λόγιος και φιλικός. Καταγόταν από την Κοζάνη και έζησε τον 18ο 19o αι. Σπούδασε στην ονομαστή σχολή της πατρίδας του και στη Βιέννη (1798). Στην αυστριακή πρωτεύουσα, ζούσε διδάσκοντας τους συμπατριώτες του ως οικοδιδάσκαλος. Το 1817 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • ἐλευθερώσεων — ἐλευθερώσεω̆ν , ἐλευθέρωσις liberation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερώσεως — ἐλευθερώσεω̆ς , ἐλευθέρωσις liberation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”