- πεντά-γαμβρος
πεντά-γαμβρος, fünf Schwiegersöhne habend, Lycophr. 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-γαμβρος, fünf Schwiegersöhne habend, Lycophr. 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάγαμβρος — ον, Α αυτός που έχει πέντε γαμπρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + γαμβρός] … Dictionary of Greek