- ἐλευθερο-στομία
ἐλευθερο-στομία, ἡ, Freimüthigkeit; Dion. Hal. 6, 72; K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλευθερο-στομία, ἡ, Freimüthigkeit; Dion. Hal. 6, 72; K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νούφαρο — Κοινή ονομασία πολυετών υδρόβιων φυτών, της οικογένειας των Νυμφαιιδών, που έχουν ρίζωμα παχύ, φύλλα επιπλέοντα ή πάνω από το νερό, και άνθη επιπλέοντα. Πολυάριθμα είναι τα καλλωπιστικά είδη, που καλλιεργούνται και διακοσμούν, με τα εντυπωσιακά… … Dictionary of Greek