- ἐλευθερικός
ἐλευθερικός, den Freien eigen, frei, Ggstz ἀνελεύϑερος; Plat. Legg. XI, 919 e; πολιτεία ἐλευϑερικωτάτη, im Ggstz der δεσποτικωτάτη, III, 701 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλευθερικός, den Freien eigen, frei, Ggstz ἀνελεύϑερος; Plat. Legg. XI, 919 e; πολιτεία ἐλευϑερικωτάτη, im Ggstz der δεσποτικωτάτη, III, 701 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελευθερικός — ἐλευθερικός, ή, όν (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. το ελευθερικόν (ενν. χωριό) χωριό που κατοικούσαν στα βυζαντινά χρόνια ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ελεύθερους … Dictionary of Greek
ἐλευθερικά — ἐλευθερικός free neut nom/voc/acc pl ἐλευθερικά̱ , ἐλευθερικός free fem nom/voc/acc dual ἐλευθερικά̱ , ἐλευθερικός free fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθερικῶν — ἐλευθερικός free fem gen pl ἐλευθερικός free masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθερικόν — ἐλευθερικός free masc acc sg ἐλευθερικός free neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθερικωτάτην — ἐλευθερικός free fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)