ἐλαφρία

ἐλαφρία

ἐλαφρία, , Leichtigkeit, – a) vom Gewicht, übertr., τοῦ ἄχϑεος Aret. – b) der Gesinnung, Leichtsinn, N. T.; vgl. Schol. Ar. Av. 295. – c) Geringfügigkeit, ὀλιγότης, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐλαφρία — ἐλαφρίᾱ , ἐλαφρία lightness fem nom/voc/acc dual ἐλαφρίᾱ , ἐλαφρία lightness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαφρία — ἐλαφρία, η (AM) ελαφρότητα, επιπολαιότητα μσν. περιορισμένη, μικρή ποσότητα αρχ. ανακούφιση …   Dictionary of Greek

  • ἐλαφρίᾳ — ἐλαφρίαι , ἐλαφρία lightness fem nom/voc pl ἐλαφρίᾱͅ , ἐλαφρία lightness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφρίας — ἐλαφρίᾱς , ἐλαφρία lightness fem acc pl ἐλαφρίᾱς , ἐλαφρία lightness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφρίαν — ἐλαφρίᾱν , ἐλαφρία lightness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφρίαις — ἐλαφρία lightness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφρίη — ἐλαφρία lightness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • ελαφρός, -ή, -ό — και ελαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφρός, ή, ό και (α)λαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφριός, ά, ό επίρρ. ά και ιά 1. που έχει μικρό σχετικά βάρος, ανάλαφρος, που εύκολα μετατοπίζεται: Ελαφριά βαλίτσα. 2. που έχει μικρό ειδικό βάρος: Το μπαμπάκι είναι πιο ελαφρό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”