- ἐλαφρό-νοος
ἐλαφρό-νοος, leichtsinnig; Phocyl. bei Stob. flor. app. 3, 7; παῖς Nonn. D. 10, 247.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαφρό-νοος, leichtsinnig; Phocyl. bei Stob. flor. app. 3, 7; παῖς Nonn. D. 10, 247.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυφερόνοος — ον, Α αυτός που έχει νοσηρή πνευματική κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + νοος (< νόος, νοῦς), πρβλ. ελαφρό νοος] … Dictionary of Greek