- ἐλαττονότης
ἐλαττονότης, ητος, ἡ, das Kleiner-, Wenigersein, Iambl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαττονότης, ητος, ἡ, das Kleiner-, Wenigersein, Iambl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελαττονότης — ἐλαττονότης, η (Α) το να είναι κάτι έλασσον, λιγότερο ή μικρότερο από κάτι άλλο … Dictionary of Greek
ἐλαττονότητι — ἐλαττονότης being less fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)