- ἐλπιστικός
ἐλπιστικός, hoffend; ἐπιστήμη Arist. de memor. 1; οἱ ἐλπιστικοὶ φιλόσοφοι, welche die Hoffnung für den einzigen Stützpunkt des Lebens halten, Plut. Symp. 4, 4, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλπιστικός, hoffend; ἐπιστήμη Arist. de memor. 1; οἱ ἐλπιστικοὶ φιλόσοφοι, welche die Hoffnung für den einzigen Stützpunkt des Lebens halten, Plut. Symp. 4, 4, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελπιστικός — ή, ό (Α ἐλπιστικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ελπίζει αρχ. 1. αυτός που δίνει ελπίδες 2. πιθανός 3. φρ. «ἐλπιστικοί φιλόσοφοι» αυτοί που κηρύσσουν ότι η ελπίδα είναι το μόνο στήριγμα στη ζωή … Dictionary of Greek
ἐλπιστικοί — ἐλπιστικός producing expectation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπιστική — ἐλπιστικός producing expectation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπιστικήν — ἐλπιστικός producing expectation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)