- ἐν-ίζησις
ἐν-ίζησις, ἡ, das Darin-, Daraufsitzen, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ίζησις, ἡ, das Darin-, Daraufsitzen, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίζηση — η καθίζηση, κατάπτωση, κατακρήμνισμα, κατακάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζω. Η λ. στην αρχ. απαντά μόνο ως β σύνθ. (πρβλ. εν ίζησις, προσ ίζησις, συν ίζησις)] … Dictionary of Greek