ἐμίν

ἐμίν

ἐμίν, dor. = ἐμοί, auch ἐμίνη u. ἔμινγα, = ἔμοιγε, Apoll. D. pron. 364.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐμίν — ἐγώ I at least masc/fem dat 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εμίν Αγά, χάνι — Ιστορικό χάνι στον νομό Ιωαννίνων, στη κοιλάδα του Λούρου. Υπήρξε έδρα του ελληνικού γενικού στρατηγείου κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων, το 1913. Σήμερα στεγάζει μικρή μουσειακή συλλογή, με ενθυμήματα του στρατηγείου …   Dictionary of Greek

  • Εμίν πασάς, Μεχμέτ — (Σιλεσία 1840 – Κονγκό 1892). Ψευδώνυμο του Γερμανού γιατρού και εξερευνητή Έντβαρντ Σνίτσλερ(Edward Schnitzler). Αρχικά εργάστηκε ως γιατρός του τουρκικού στρατού και στη συνέχεια τέθηκε στην υπηρεσία των Άγγλων, κατά τις επιχειρήσεις τους… …   Dictionary of Greek

  • Ααλή ή Αλή Μεχμέτ εμίν Πασάς — (Κωνσταντινούπολη 1815 – 1871).Τούρκος διπλωμάτης και μεταρρυθμιστής πολιτικός. Έδρασε κυρίως κατά τη βασιλεία του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ, τον οποίο επηρέαζε ισχυρά, έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του, χάρη στις ικανότητες που επέδειξε. Ο Α.… …   Dictionary of Greek

  • Σιλόκος, Μεχμέτ Εμίν — Τούρκος ναύαρχος (16ος αι.). Πήρε μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) ως διοικητής της μιας από τις τρεις μοίρες του τουρκικού στόλου. Στη διάρκεια της σύγκρουσης, κυριεύτηκε η ναυαρχίδα του από Έλληνες μαχητές και ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Στάνλεϋ, σερ Χένρυ Μόρτον — (Stanley). Βρετανός δημοσιογράφος και εξερευνητής (Ντενμπάι 1840 Λονδίνο 1901). Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζέιμς Ρόουλαντς, αλλά πήρε το όνομα του θετού πατέρα του, ενός έμπορου της Λουιζιάνας, ο οποίος ανάλαβε το παιδί, που είχε δραπετεύσει… …   Dictionary of Greek

  • Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Pella curse tablet — The Pella curse tablet is a curse or magic spell (Greek: κατάδεσμος, katadesmos ) inscribed on a lead scroll, dating to the 4th or 3rd century BC. It was found in Pella (at the time capital of Macedon) in 1986 and published in the Hellenic… …   Wikipedia

  • Pella (Grecia) — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Pella …   Wikipedia Español

  • Tablilla de maldición de Pella — La Maldición de Pella, del prof. Radcliffe G. Edmonds III (Bryn Mawr College). La Tablilla de maldición de Pella es una maldición o hechizo griego: κατάδεσμος, katadesmos) inscrita en una plancha de plomo, que data del siglo IV o… …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”