ἐξ-ίτηλος

ἐξ-ίτηλος

ἐξ-ίτηλος, leicht ausgehend, bes. von der Farbe, verschießend, verblassend, πορφυρίδες, von unächten Purpurkleidern, Xen. Oec. 10, 3, im Ggstz von ἀληϑινός; übh. verschwindend, vergänglich, τροφή, nicht kräftige Nahrung, Hippocr.; σπέρμα, der seine Natur u. Kraft verliert, Plat. Rep. VI, 497 b; φάρμακον, Ath.; ἐξίτηλον γίγνεσϑαι, vergehen, verschwinden, γένος Her. 5, 39; ἡ τοῦ ϑεοῦ μοῖρα ἐξ. ἐγένετο ἐν αὐτοῖς Plat. Critia. 121 a; vgl. Aesch. frg. in Plat. Rep. III, 391 e; ὥστε μηδέπω νῦν ἐξιτήλους εἶναι τὰς συμφοράς, das Unglück ist noch nicht vergessen, Isocr. 5, 60; Sp. ἐξίτηλον ποιεῖν, vernichten, vertilgen, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίτηλος — ἴτηλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἔμμονος, ούκ ἐξίτηλος» ανεξίτηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που σχηματίστηκε κατ απόσπαση από τη λ. ἐξίτηλος*] …   Dictionary of Greek

  • ἴτηλον — ἴτηλος masc acc sg ἴτηλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”