- πεντά-φυλλος
πεντά-φυλλος, fünfblätterig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-φυλλος, fünfblätterig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιλιόφυλλος — ο, ΝΑ, και χιλιόφυλλο, το, Ν 1. το φυτό αχίλλεια 2. το φυτό πολύγονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ἑπτά φυλλος, πεντά φυλλος] … Dictionary of Greek
πεντάφυλλος — η, ο / πεντάφυλλος, ον, ΝΑ, ουδ. και πεντέφυλλον και πεμπτάφυλλον, Α 1. (για φυτό) αυτός που έχει πέντε φύλλα («πεντάφυλλα ῥόδα», Θεόφρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάφυλλο είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντε + φυλλος (< φύλλον), πρβλ.… … Dictionary of Greek