ἐξ-έρεισις

ἐξ-έρεισις

ἐξ-έρεισις, , das Aufstützen, -stämmen, αἱ πρὸς τὴν γῆν ἐξ. Pol. 6, 23, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἔρεισις — propping up fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσει — ἔρεισις propping up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐρείσεϊ , ἔρεισις propping up fem dat sg (epic) ἔρεισις propping up fem dat sg (attic ionic) ἐρείδω cause to lean aor subj act 3rd sg (epic) ἐρείδω cause to lean fut ind mid 2nd sg ἐρείδω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσεις — ἔρεισις propping up fem nom/voc pl (attic epic) ἔρεισις propping up fem nom/acc pl (attic) ἐρείδω cause to lean aor subj act 2nd sg (epic) ἐρείδω cause to lean fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσηι — ἔρεισις propping up fem dat sg (epic) ἐρείσῃ , ἐρείδω cause to lean aor subj mid 2nd sg ἐρείσῃ , ἐρείδω cause to lean aor subj act 3rd sg ἐρείσῃ , ἐρείδω cause to lean fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρεισιν — ἔρεισις propping up fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρειση — η (Α ἔρεισις) [ερείδω] 1. στήριξη, υποστήριξη, στύλωμα 2. σπρώξιμο, πίεση με δύναμη (ιδιαίτερα στην κωπηλασία) αρχ. 1. βάση, σημείο βάσης, στήριξης 2. αναμόχλευση, μετακίνηση με μοχλό …   Dictionary of Greek

  • ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… …   Dictionary of Greek

  • ερεισίνωτο — το η ράχη τού καθίσματος, το πίσω μέρος τού καθίσματος, όπου ακουμπά η πλάτη τού καθισμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεισις «στήριξη» (< ερείδω) + νώτον «πλάτη»] …   Dictionary of Greek

  • ερεισίφακο — το ιατρ. συσκευή που χρησιμοποιείται στην εγχείρηση τού καταρράκτη για την έλξη και εξαγωγή τού κρυσταλλοειδούς φακού από την κάψα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεισις «στήριγμα (< ερείδω) + φακός] …   Dictionary of Greek

  • ἐρείσεως — ἐρείσεω̆ς , ἔρεισις propping up fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσῃ — ἐρείσηι , ἔρεισις propping up fem dat sg (epic) ἐρείδω cause to lean aor subj mid 2nd sg ἐρείδω cause to lean aor subj act 3rd sg ἐρείδω cause to lean fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”