- ἐξ-άλειπτρον
ἐξ-άλειπτρον, τό, die Salbbüchse, Ar. Ach. 1063 Antiphan. Poll. 4, 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-άλειπτρον, τό, die Salbbüchse, Ar. Ach. 1063 Antiphan. Poll. 4, 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυράλειπτρον — και μυράλιπτρον, τὸ (Α) σκεύος το οποίο περιέχει μύρο, αγγείο μύρου, μυροθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἄλειπτρον(< ἀλείφω), πρβλ. εξ άλειπτρον] … Dictionary of Greek