- πεντά-στομος
πεντά-στομος, fünfmündig; Her. 2, 10. 4, 47; ποταμός, Pol. 34, 10, 5; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-στομος, fünfmündig; Her. 2, 10. 4, 47; ποταμός, Pol. 34, 10, 5; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάστομος — η, ο / πεντάστομος, ον ΝΑ (ιδίως για ποταμούς) αυτός που έχει πέντε στόμια, δηλαδή πέντε εκβολές («τοῡ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + στομος (< στόμα), πρβλ. δί στομος] … Dictionary of Greek
τετράστομος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει τέσσερα στόματα 2. αυτός που έχει τέσσερεις αιχμές, τέσσερεις κόψεις («τετράστομος πέλεκυς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στομος (< στόμα), πρβλ. πεντά στομος] … Dictionary of Greek