- ἐξάρθρημα
ἐξάρθρημα,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξάρθρημα,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξάρθρημα — dislocation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάρθρημα — Μόνιμη απώλεια της φυσιολογικής επαφής των αρθρικών επιφανειών μιας άρθρωσης· αν η επαφή αυτή διατηρείται μερικώς, τότε πρόκειται για ατελές ε. Τα ε. μπορεί να είναι συγγενή και παθολογικά· τα τελευταία οφείλονται σε τοπικές παθολογικές… … Dictionary of Greek
ἐξαρθρημάτων — ἐξάρθρημα dislocation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαρθρήμασι — ἐξάρθρημα dislocation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαρθρήμασιν — ἐξάρθρημα dislocation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαρθρήματα — ἐξάρθρημα dislocation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαρθρήματι — ἐξάρθρημα dislocation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαρθρήματος — ἐξάρθρημα dislocation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεξάρθρημα — το, Ν ιατρ. ατελές εξάρθρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εξάρθρημα] … Dictionary of Greek
νήσσειος — α, ο [νήσσα] φρ. «νήσσειο βάδισμα» ιατρ. διαταραχή τού βαδίσματος που μοιάζει με βάδισμα τής πάπιας και το οποίο παρατηρείται σε πάσχοντες από αμφοτερόπλευρο συγγενές εξάρθρημα τού ισχίου, από προϊούσα μυοδυστροφία τής λεκάνης κ.ά. παθήσεις … Dictionary of Greek
ωλένη — Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω… … Dictionary of Greek