- ἐν-άρμοστος
ἐν-άρμοστος, angepaßt, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-άρμοστος, angepaßt, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁρμοστός — joined masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμοστός — ή, ό (Α ἁρμοστός, ή, όν) [αρμόζω] ο προσαρμοσμένος κατάλληλα, ο κατάλληλος αρχ. ως ουσ. ο μνηστήρας, η μνηστή … Dictionary of Greek
ἁρμοστόν — ἁρμοστός joined masc acc sg ἁρμοστός joined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστοῖς — ἁρμοστός joined masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστοί — ἁρμοστός joined masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστούς — ἁρμοστός joined masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστῆς — ἁρμοστός joined fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστή — ἁρμοστός joined fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστῶς — ἁρμοστός joined adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστά — ἁρμοστά̱ , ἁρμοστής one who arranges masc nom/voc/acc dual ἁρμοστής one who arranges masc voc sg ἁρμοστής one who arranges masc nom sg (epic) ἁρμοστός joined neut nom/voc/acc pl ἁρμοστά̱ , ἁρμοστός joined fem nom/voc/acc dual ἁρμοστά̱ , ἁρμοστός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek