ἐξ-άργματα

ἐξ-άργματα

ἐξ-άργματα, τά, Ap. Rh. 4, 477 ἐξ. τάμνε ϑανόντος, er hieb dem Gemordeten die Extremitäten (ἀκρωτηριάσματα Schol.) ab, was die Mörder zur Sühne thaten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άργματα — ἄργματα, τα (Α) «αι απαρχαί*» της θυσίας, τα μέλη του ζώου που έκοβαν και έκαιγαν στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Υπάρχει και παράλληλος τ. άρχματα (Ησύχ.), με αναλογική διατήρηση του χ . ΣΥΝΘ. απάργματα, επάργματα] …   Dictionary of Greek

  • ἄργματα — ἄργμα firstlings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άργμα — ἄργμα ( ατος), το (Α) (μόνο στον πληθ.) (για θυσία) άργματα* απαρχές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”