- ἐξά-πους
ἐξά-πους, οδος, sechsfüßig, Plut. Lucull. 36 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξά-πους, οδος, sechsfüßig, Plut. Lucull. 36 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυελλόπους — θυελλόπους, οδος ὁ (Α) αυτός που είναι γρήγορος σαν θύελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + πους (< πους), πρβλ. εξά πους, πολύ πους] … Dictionary of Greek
οκτάπεδος — ὀκτάπεδος, ον (α) (δωρ. τ.) οκτάπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πους), πρβλ. εξά πεδος] … Dictionary of Greek
οκτωκαιδεκάπεδος — ὀκτωκαιδεκάπεδος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος δεκαοκτώ ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πούς), πρβλ. εξά πεδος] … Dictionary of Greek
τετράπεζος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεζος (< πέζα* < *πεδjα, δωρ. τ. τής λ. πούς), πρβλ. ἑξά πεζος] … Dictionary of Greek