- ἐν-θήκη
ἐν-θήκη, ἡ, das Eingelegte, der Einsatz, Sp., s. Lob. zu Phryn. 223.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-θήκη, ἡ, das Eingelegte, der Einsatz, Sp., s. Lob. zu Phryn. 223.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θήκη — case fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκῃ — θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η 1. σκεύος για τη φύλαξη κάποιου αντικειμένου: Θήκη εργαλείων. – Θήκη πιστολιού. – Θήκη για τα γυαλιά κτλ. 2. θηκάρι: Θήκη του ξίφους. 3. συνθετικό πολλών λέξεων: Βιβλιοθήκη, πιατοθήκη, τσιγαροθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
θήκη συνόλου — (Μαθημ.).Το σύνολο των σημείων επαφής ενός συνόλου ΑΠ (σύνολο των πραγματικών αριθμών). Ένα σημείο ξ της ευθείας των πραγματικών αριθμών ονομάζεται σημείο επαφής του συνόλου Α τότε και μόνο τότε αν για κάθε ε>0 υπάρχει ένα Χ∈Α με… … Dictionary of Greek
μυελίνης, θήκη — Λιπώδες κάλυμμα που περιέχει προστασία και ηλεκτρική μόνωση γύρω από τις ίνες αγωγιμότητας των νευρικών κυττάρων … Dictionary of Greek
θηκιάζω — [θήκη] τοποθετώ πράγματα μέσα σε θήκη, σκεύος ή κιβώτιο («θηκιάζω τα ρούχα») … Dictionary of Greek
θήκηι — θήκῃ , θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηκῶν — θήκη case fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆκαι — θήκη case fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκαις — θήκη case fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)