- ἐν-ομήρης
ἐν-ομήρης, ες, darin verbunden, zusammen, Nic. Al. 238. 620.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ομήρης, ες, darin verbunden, zusammen, Nic. Al. 238. 620.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομήρης — ὁμήρης, ες (Α) ιων. τ. αυτός που συνυπάρχει με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ήρης (< ἀραρίσκω «συναρμόζω»). Βλ. και λ. όμηρος (Ι)] … Dictionary of Greek
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
ενομήρης — ἐνομήρης, ες (Α) ενωμένος με..., δεμένος μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ομήρης < ομού + ηρης < αραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ» (πρβλ. λογχήρης, ποδήρης, χαλκήρης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
συνομήρης — όμηρες, Α συναθροισμένος, συγκεντρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμήρης «αυτός που συνυπάρχει με κάποιον άλλον»] … Dictionary of Greek