- ἐν-οδῖτις
ἐν-οδῖτις, ιδος, ἡ, = ἐνοδία, Orph. H.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-οδῖτις, ιδος, ἡ, = ἐνοδία, Orph. H.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ενοδίτις — ἐνοδῑτις, η (Α) η ενοδία θεά, βλ. ενόδιος, 3. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + οδίτις, θηλ. τού οδίτης < οδός] … Dictionary of Greek