- πεντηκονθ-ήμερος
πεντηκονθ-ήμερος, funfzigtägig, προϑεσμία, D. Hal. 2, 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκονθ-ήμερος, funfzigtägig, προϑεσμία, D. Hal. 2, 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριακονθήμερος — η, ο / τριακονθήμερος, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονθήμερος, ον, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ημερών 2. το ουδ. ως ουσ. το τριακονθήμερο(ν) χρονικό διάστημα τριάντα ημερών αρχ. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα… … Dictionary of Greek