- ἐξ-ομοιωτικός
ἐξ-ομοιωτικός, ή, όν, ganz ähnlich machend, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ομοιωτικός, ή, όν, ganz ähnlich machend, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοιωτικός — ὁμοιωτικός, ή, όν (Α) [ομοιώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιότητα ή στην ομοίωση 2. αυτός που μπορεί να καταστεί όμοιος 3. αυτός που κατασκευάζει κάτι όμοιο με κάτι άλλο, ζωγράφος ή αγαλματοποιός 4. αλληγορικός 5. μαθημ. ονομασία τών… … Dictionary of Greek
ὁμοιωτικός — assimilative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιωτικόν — ὁμοιωτικός assimilative masc acc sg ὁμοιωτικός assimilative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιωτικούς — ὁμοιωτικός assimilative masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιωτικῆς — ὁμοιωτικός assimilative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιωτικῇ — ὁμοιωτικός assimilative fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιωτική — ὁμοιωτικός assimilative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιωτικήν — ὁμοιωτικός assimilative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιωτικῶς — ὁμοιωτικός assimilative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՆՄԱՆՈՂԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0432 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ՆՄԱՆԱԿԱՆ. ὀμοιωτικός. *Նմանութիւնս ասէ զնմանողական կարծիս (կամ զերեւումն). որպէս նմանութիւն աթոռոյ տեսանել. Մաքս. ի դիոն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ὁμοιωτικάς — ὁμοιωτικά̱ς , ὁμοιωτικός assimilative fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)