ἐξ-ομμάτωσις

ἐξ-ομμάτωσις

ἐξ-ομμάτωσις, , das Erhellen, Klarmachen der Augen, Poll. 2, 48.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομμάτωσις — ὀμμάτωσις, ἡ (ΑΜ) [ομματώ] ανάκτηση τής όρασης αρχ. 1. διαφώτιση, διδασκαλία 2. επίδεσμος για τα μάτια …   Dictionary of Greek

  • ὀμμάτωσις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμμάτωσιν — ὀμμάτωσις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμματώσῃ — ὀμματώσηι , ὀμμάτωσις fem dat sg (epic) ὀμματόω furnish with eyes aor subj mid 2nd sg ὀμματόω furnish with eyes aor subj act 3rd sg ὀμματόω furnish with eyes fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”