- ἐν-λαξεύω
ἐν-λαξεύω, in Stein aushauen, ἐνλελάξευνται, im Titel des Epigr. Anth. III, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-λαξεύω, in Stein aushauen, ἐνλελάξευνται, im Titel des Epigr. Anth. III, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαξεύω — hew in stone pres subj act 1st sg λαξεύω hew in stone pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξεύω — λαξεύω, λάξεψα και λάξευσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαξεύω — (AM λαξεύω) [λαξόος] σκαλίζω λίθους ή ξύλα με πελέκημα νεοελλ. μτφ. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με τέχνη («λαξευμένο ύφος») … Dictionary of Greek
λαξεύω — λάξεψα, λαξεμένος 1. σκαλίζω, σμιλεύω μάρμαρο, πέτρα ή ξύλο: Στην αρχαιότητα συχνά λάξευαν τάφους σε βράχους. 2. επεξεργάζομαι με τέχνη, κάνω κάτι γλαφυρό: Λαξεμένα κείμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαξεύσω — λαξεύω hew in stone aor subj act 1st sg λαξεύω hew in stone fut ind act 1st sg λαξεύω hew in stone aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελαξευμένα — λαξεύω hew in stone perf part mp neut nom/voc/acc pl λελαξευμένᾱ , λαξεύω hew in stone perf part mp fem nom/voc/acc dual λελαξευμένᾱ , λαξεύω hew in stone perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλαξεύω — λαξεύω εκ νέου ή επιμελώς, ξαναλαξεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + λαξεύω. ΠΑΡ. αναλάξευμα, αναλάξευση. Ο τ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
λαξεύει — λαξεύω hew in stone pres ind mp 2nd sg λαξεύω hew in stone pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελαξευμέναι — λαξεύω hew in stone perf part mp fem nom/voc pl λελαξευμένᾱͅ , λαξεύω hew in stone perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελαξευμένον — λαξεύω hew in stone perf part mp masc acc sg λαξεύω hew in stone perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελαξευμένων — λαξεύω hew in stone perf part mp fem gen pl λαξεύω hew in stone perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)