- πεντηκοντά-λιτρος
πεντηκοντά-λιτρος, funfzig λίτραι schwer, D. Sic. 11, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκοντά-λιτρος, funfzig λίτραι schwer, D. Sic. 11, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκοντάλιτρος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία πενήντα λίτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + λιτρος (< λίτρα), πρβλ. πεντά λιτρος] … Dictionary of Greek