- ἐξ-ονειρώττω
ἐξ-ονειρώττω, im Schlafe den Samen verlieren, Pollutionen haben, Hippocr.; Arist. Probl. 4, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ονειρώττω, im Schlafe den Samen verlieren, Pollutionen haben, Hippocr.; Arist. Probl. 4, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονειρώττω — (ΑΜ ὀνειρώττω και ὀνειρώσσω) έχω ονείρωξη, εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια τού ύπνου αρχ. μτφ. ποθώ να αποκτήσω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. ώσσω / ώττω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λοιμ ώττω, υπν ώττω)] … Dictionary of Greek
ὀνειρώττω — ὀνειρώσσω dream pres subj act 1st sg (attic) ὀνειρώσσω dream pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονείρωμα — ὀνείρωμα, τὸ (Μ) [ονειρώττω] όνειρο … Dictionary of Greek
ονείρωξη — (Ιατρ.). Εκσπερμάτωση στη διάρκεια του ύπνου, που συχνά συμβαίνει σε συνδυασμό με κάποιο όνειρο σεξουαλικού περιεχομένου. Είναι όμως δυνατό να οφείλεται και σε νευρική υπερδιέγερση, αυνανισμό ή παρατεταμένη εγκράτεια. * * * η (ΑΜ ὀνείρωξις, Μ και … Dictionary of Greek
ονειρατεύομαι — ὀνειρατεύομαι (Μ) ονειρώττω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνειρατ τού ὄνειραρ, ατος(βλ. λ. όναρ)] … Dictionary of Greek
ονειρωγμός — ὀνειρωγμός, ὁ (Α) [ονειρώττω] η ονείρωξη … Dictionary of Greek
ονειρωκτικός — ὀνειρωκτικός και δ. γρφ. ὀνειρωτικός, ή, όν (Α) [ονειρώττω] αυτός που ανήκει στα όνειρα ή αυτός που συμβαίνει κατά τη διάρκεια ονείρων … Dictionary of Greek
όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… … Dictionary of Greek
ԵՐԱԶ — (ոյ, ոց, ովք, կամ իւք.) NBH 1 0665 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c, 13c գ. ὔπνος somnium, insomnium Երեւեալն ի քուն անուրջք. տեսիլ ուրուական երեւութացեալ յանկողնի. որ ասի եւ ԵՐԵՒԱԿ, իբր երեւոյթ, եւ ցնորք. ... *Որպէս որք յերազի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԵՐԱԶԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 1 0666 Chronological Sequence: Unknown date ն. ὁνειρώττω somnio Յերազել, յերազի տեսանել. *Իբրու խաղալեաց մասամբ երազացուցանելով զնորա չարաբարութիւնն. Պղատ. օրին. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)