- ἐξ-ονειρωκτικός
ἐξ-ονειρωκτικός, ή, όν, zu Pollutionen geneigt, damit behaftet, Arist. Probl. 5, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ονειρωκτικός, ή, όν, zu Pollutionen geneigt, damit behaftet, Arist. Probl. 5, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονειρωκτικός — ὀνειρωκτικός και δ. γρφ. ὀνειρωτικός, ή, όν (Α) [ονειρώττω] αυτός που ανήκει στα όνειρα ή αυτός που συμβαίνει κατά τη διάρκεια ονείρων … Dictionary of Greek
ονειρωτικός — ὀνειρωτικός, ή, όν (Α) (δ. γρφ.) βλ. ονειρωκτικός … Dictionary of Greek