- ἐνθεῡτεν
ἐνθεῡτεν, ion. = ἐνταῦϑα, ἐντεῦϑεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐνθεῡτεν, ion. = ἐνταῦϑα, ἐντεῦϑεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ενθεύτεν — ἐνθεῡτεν (Α) επίρρ. ιων. τ. τού εντεύθεν* … Dictionary of Greek
ἐνθεῦτεν — ἐντεῦθεν hence ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пол — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. τὸ ἥμισυ) половина; берег, сторона; об он пол по ту… … Словарь церковнославянского языка
εντεύθεν — (AM ἐντεῡθεν, Α και ιων. τ. ένθευτεν) επίρρ. 1. (για τόπο) από δω ή από κει («καταπλώσας γάρ... ἐπὶ Φᾱσιν ποταμόν, ἐντεῡθεν», Ηρόδ.) 2. χρον. από ένα καθορισμένο χρονικό σημείο και μετά, από τότε («κἀντεῡθεν ἄλλος ἄλλον ἐξ ἑνὸς κακοῡ ἔθραυε… … Dictionary of Greek