ἐν-θεάζω

ἐν-θεάζω

ἐν-θεάζω, mit göttlicher Begeisterung erfüllen, od. intrans., eines Gottes voll, begeistert sein; Her. 1, 63; Apolld. 2, 8, 3; Luc. Alex. 13 οἱ τῇ μητρὶ ἀγείροντες καὶ ἐνϑεάζοντες, von den Priestern der Kybele; μεϑύων καὶ ἐνϑ. D. D. 18, 1; – pass., οἱ ἐνϑεαζόμενοι Plut. Symp. 1, 5, 2. Vgl. ἐνϑουσιάζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεάζω — (Α) [θεός] είμαι θείος, έχω θεία φύση, είμαι από το γένος τών θεών …   Dictionary of Greek

  • καταθεᾶν — κατά θεάω gaze at pres part act masc voc sg (doric aeolic) κατά θεάω gaze at pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κατά θεάω gaze at pres part act masc nom sg (doric aeolic) καταθεᾶ̱ν , κατά θεάω gaze at pres inf act (epic doric) κατά… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαστικός — θεαστικός, ή, όν (AM) [θεάζω] μσν. εμπνευσμένος, θεόπνευστος αρχ. ενθουσιαστικός …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • συνθεάζω — Α κατέχομαι και εγώ επίσης από προφητικό ενθουσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θεάζω «έχω θεία φύση, είμαι θείος» (< θεός)] …   Dictionary of Greek

  • εἰσθεᾶσθαι — εἰσ θεάομαι gaze at pres inf mp εἰσ θεάω gaze at pres inf mp εἰσ θεάζω to be divine fut inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεθεάσατο — προεθεά̱σατο , πρό θεάομαι gaze at aor ind mp 3rd sg (attic) προεθεά̱σατο , πρό θεάομαι gaze at aor ind mp 3rd sg (doric aeolic) προεθεά̱σατο , πρό θεάω gaze at aor ind mid 3rd sg (attic) προεθεά̱σατο , πρό θεάω gaze at aor ind mid 3rd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεθεάσατο — προσεθεά̱σατο , πρόσ θεάομαι gaze at aor ind mp 3rd sg (attic) προσεθεά̱σατο , πρόσ θεάομαι gaze at aor ind mp 3rd sg (doric aeolic) προσεθεά̱σατο , πρόσ θεάω gaze at aor ind mid 3rd sg (attic) προσεθεά̱σατο , πρόσ θεάω gaze at aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”