θεάζω — (Α) [θεός] είμαι θείος, έχω θεία φύση, είμαι από το γένος τών θεών … Dictionary of Greek
καταθεᾶν — κατά θεάω gaze at pres part act masc voc sg (doric aeolic) κατά θεάω gaze at pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κατά θεάω gaze at pres part act masc nom sg (doric aeolic) καταθεᾶ̱ν , κατά θεάω gaze at pres inf act (epic doric) κατά… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαστικός — θεαστικός, ή, όν (AM) [θεάζω] μσν. εμπνευσμένος, θεόπνευστος αρχ. ενθουσιαστικός … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
συνθεάζω — Α κατέχομαι και εγώ επίσης από προφητικό ενθουσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θεάζω «έχω θεία φύση, είμαι θείος» (< θεός)] … Dictionary of Greek
εἰσθεᾶσθαι — εἰσ θεάομαι gaze at pres inf mp εἰσ θεάω gaze at pres inf mp εἰσ θεάζω to be divine fut inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεθεάσατο — προεθεά̱σατο , πρό θεάομαι gaze at aor ind mp 3rd sg (attic) προεθεά̱σατο , πρό θεάομαι gaze at aor ind mp 3rd sg (doric aeolic) προεθεά̱σατο , πρό θεάω gaze at aor ind mid 3rd sg (attic) προεθεά̱σατο , πρό θεάω gaze at aor ind mid 3rd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεθεάσατο — προσεθεά̱σατο , πρόσ θεάομαι gaze at aor ind mp 3rd sg (attic) προσεθεά̱σατο , πρόσ θεάομαι gaze at aor ind mp 3rd sg (doric aeolic) προσεθεά̱σατο , πρόσ θεάω gaze at aor ind mid 3rd sg (attic) προσεθεά̱σατο , πρόσ θεάω gaze at aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)