- ἐν-οιδίσκομαι
ἐν-οιδίσκομαι, = ἐνοιδέω, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-οιδίσκομαι, = ἐνοιδέω, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αποιδίσκομαι — ἀποιδίσκομαι κ. ἀποιδῶ ( έω) (Α) φουσκώνω, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + οιδίσκομαι κ. οιδώ «φουσκώνω, πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
διοιδίσκομαι — (Α) [οιδίσκομαι] αρχίζω να πρήζομαι … Dictionary of Greek
επανοιδέω — ἐπανοιδέω και παθ. ἐπανοιδίσκομαι (Α) (με την ίδια σημ.) ξαναπρήζομαι, πρήζομαι συχνά ή απλώς πρήζομαι, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + οιδέω, οιδίσκομαι «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek