- ἐν-οικήσιμος
ἐν-οικήσιμος, bewohnbar, Schol. Soph. O. C. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-οικήσιμος, bewohnbar, Schol. Soph. O. C. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκήσιμος — habitable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικήσιμος — η, ο (Α οἰκήσιμος, ον) [οίκησις] αυτός που μπορεί να κατοικηθεί, που είναι κατάλληλος για κατοίκηση, κατοικήσιμος («ὑλοφόρα καὶ δενδροφόρα καὶ τὸ ὅλον οἰκήσιμά ἐστιν», Πολ.) … Dictionary of Greek
οικήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να κατοικηθεί, κατοικήσιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκήσιμον — οἰκήσιμος habitable masc/fem acc sg οἰκήσιμος habitable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκησιμώτερα — οἰκήσιμος habitable neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκησίμου — οἰκήσιμος habitable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκησίμους — οἰκήσιμος habitable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσιμα — οἰκήσιμος habitable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσιμοι — οἰκήσιμος habitable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσιμ' — οἰκήσιμα , οἰκήσιμος habitable neut nom/voc/acc pl οἰκήσιμε , οἰκήσιμος habitable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)