πεντηκοντα-έτης

πεντηκοντα-έτης

πεντηκοντα-έτης, , = πεντηκονταετής, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεντεκαιπεντηκονταετής — και αττ. τ. πεντεκαιπεντηκονταέτης, ες, Α αυτός που έχει ηλικία πενήντα πέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί πεντήκοντα + ετής / έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντα ετής / πεντα έτης] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκονταετής — ές / πεντηκονταετής, ές και αττ. τ. πεντηκονταέτης, ες, θηλ. και πεντηκονταέτις, ιδος, ΝΑ 1. αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, ο πενηντάρης 2. αυτός που διαρκεί πενήντα χρόνια ή αυτός που θεωρείται ότι θα διαρκέσει πενήντα χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • ογδοηκοντούτης — θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῡτις, ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, ες) αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης… …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακονταετής — ές και ως ουσ. τεσσαρακονταέτης και τεσσαραρακοντούτης, ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τεσσαρακοντούτις Ν, και αττ. τ. αρσ. τετταρακοντούτης και τ. θηλ. τεσσαρακονταέτις, και τεσσαρακοντοῡτις, ούτιδος, ΜΑ 1. αυτός που έχει ηλικία σαράντα χρόνων, σαραντάρης… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοντούτης — ες / πεντηκοντούτης, ες, θηλ. και πεντηκοντοῡτις, ιδος, ΝΑ αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, ο πενηντάρης αρχ. αυτός που διαρκεί πενήντα έτη, αυτός που περιλαμβάνει διάστημα πενήντα ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πεντηκοντοέτης < πεντήκοντα + ετης… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοντακαιτριέτης — ες, Α αυτός που διαρκεί πενήντα τρία χρόνια ή αυτός που περιλαμβάνει χρονικό διάστημα πενήντα τριών ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα και τρία + έτης (< ἔτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”