οὐλῆς — οὐλέω pres ind act 2nd sg (doric) οὐλή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔλης — οὔ̱λης , ὅλοξ fem gen sg (attic epic ionic) οὔ̱λης , οὖλος 1 whole fem gen sg (attic epic ionic) οὔ̱λης , οὖλος 2 woolly fem gen sg (attic epic ionic) οὔ̱λης , οὖλος 3 destructive fem gen sg (attic epic ionic) οὐλέω imperf ind act 2nd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατούλης — ο έκφραση με σκωπτικό χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερατάς + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. αδερφ ούλης, κοντ ούλης)] … Dictionary of Greek
Χριστούλης — ο, Ν (υποκορ. τού Χριστός και με θωπευτική σημ.) καλός, γλυκός ή μικρός Χριστός («κάνε την προσευχή σου στον Χριστούλη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] … Dictionary of Greek
πεταχτούλης — α, ικο, Α 1. αυτός που έχει χαριτωμένη ευκινησία στις κινήσεις του 2. (για γυναίκα) α) ευκίνητη και ζωηρή β) προκλητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. νοστιμ ούλης)] … Dictionary of Greek
τοσοδούλης — α, ικο, Ν τόσο μικρός, πάρα πολύ μικρός, τόσος δα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος, η, ο δα + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] … Dictionary of Greek
τοσούλης — α, ικο, Ν (δεικτ. αντ.) 1. τόσο μικρός 2. τόσο λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] … Dictionary of Greek
φτωχούλης — α, ικο, Ν (θωπευτ.) φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] … Dictionary of Greek
χαϊδούλης — ο, Ν παραχαϊδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάιδι / χάδι + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. φτωχ ούλης)] … Dictionary of Greek
χοντρούλης — ο, θηλ. χοντρούλα, Ν ο κάπως χοντρός, χοντρούλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. κοντ ούλης)] … Dictionary of Greek
Diminutive — In language structure, a diminutive,[1] or diminutive form (abbreviated dim), is a formation of a word used to convey a slight degree of the root meaning, smallness of the object or quality named, encapsulation, intimacy, or endearment.[2][3] It… … Wikipedia