- πεντηκοντα-κέφαλος
πεντηκοντα-κέφαλος, = Vorigem, v. l. Hes. Th. 312.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκοντα-κέφαλος, = Vorigem, v. l. Hes. Th. 312.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκοντακέφαλος — ον, ΜΑ πεντηκοντακάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δι κέφαλος] … Dictionary of Greek