ἐν-οφθαλμίζω

ἐν-οφθαλμίζω

ἐν-οφθαλμίζω, inokuliren, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οφθαλμίζω — ὀφθαλμίζω (ΑΜ) [οφθαλμός] μσν. (σχετικά με δένδρο) εμβολιάζω, μπολιάζω αρχ. παθ. ὀφθαλμίζομαι α) (για δένδρο) ενοφθαλμίζομαι, εμβολιάζομαι β) κοσμούμαι με πολύτιμους λίθους γ) πάσχω από οφθαλμία …   Dictionary of Greek

  • εποφθαλμίζω — ἐποφθαλμίζω (AM) εποφθαλμιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *οφθαλμίζω, αμάρτυρος τ. (< οφθαλμός)] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • φταρμίζω — Ν βασκαίνω, ματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμίζω (< οφθαλμός) με σίγηση τού αρκτικού ο , τροπή τού συμπλέγματος φθ σε φτ (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοίωση τού λ σε ρ (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”