ἐν-ουλίζω

ἐν-ουλίζω

ἐν-ουλίζω, kraus machen; pass., kraus sein, Aristaen. 1, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαμπουλίζω — έχω θαμπάδα, θαμπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + υποκορ. καταλ. ουλίζω (πρβλ. βηχ ουλίζω < βήχας)] …   Dictionary of Greek

  • μασουλίζω — και ματσουλίζω μασώ κάτι αργά, συνεχώς και για πολλή ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. τού μασ ώ με την κατάλ. ουλίζω / ουρίζω (πρβλ. βρέχω βραχ ουλίζω, αλέθω αλεθ ουρίζω), από όπου και ο μεταπλασμένος ενεστώτας μα σουλώ (πρβλ. σκορπίζω σκορπώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”