ἐξ-ουρίας

ἐξ-ουρίας

ἐξ-ουρίας, besser getrennt geschrieben, s. οὔριος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ουρίας — Όνομα προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης. 1. Χετταίος ήρωας, του οποίου τη σύζυγο Βηθσαβεέ αποπλάνησε ο Δαβίδ. Ο Ο. σκοτώθηκε στην πιο επικίνδυνη περιοχή του πεδίου της μάχης, όπου τον τοποθέτησε ο αρχιστράτηγος Ιωάβ, με εντολή του Δαβίδ, που ήθελε να …   Dictionary of Greek

  • οὐρίας — οὐρίᾱς , οὔριος with a fair wind fem acc pl οὐρίᾱς , οὔριος with a fair wind fem gen sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱς , οὐρία fem acc pl οὐρίᾱς , οὐρία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑρίας — ὀρίᾱς , ὀρίας masc acc pl ὀρίᾱς , ὀρίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμπς, Χανς Άντολφ — (Sir Hans Adolph Krebs, Χίλντεσαϊμ 1900 – Οξφόρδη 1981). Άγγλος βιοχημικός, γερμανικής καταγωγής. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία, αλλά το 1932 αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αγγλία, όπου το 1939 απέκτησε την αγγλική υπηκοότητα. Δίδαξε …   Dictionary of Greek

  • повѣтриѥ — ПОВѢТРИ|Ѥ (4*), ˫А с. Попутный ветер: Елиномъ ѹстремльшемсѧ на троаду. и со въкупльшимъсѧ. повѣтри˫а не бы имъ артемидою. (ἄπλοια γίνεται!) ГБ к. XIV, 16а; дондеже повѣтрье(м) пловеши ѹбоисѧ потоплень˫а. (ἐξ οὐρίας) Там же, 30а; Дондеже пловеши с …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αζωθαιμία — Με τον όρο αυτό εννοούμε την αύξηση της ουρίας στο αίμα (και γενικότερα του αζώτου) σε επίπεδα πάνω από το φυσιολογικό, χωρίς όμως ο ασθενής να εκδηλώνει συμπτώματα. Όσο προχωρεί η βλάβη των νεφρών, τόσο αυξάνεται η ουρία του αίματος. Από ένα… …   Dictionary of Greek

  • βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • ουραιμία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην κατακράτηση ουρίας και άλλων τοξικών ουσιών στο αίμα, επακόλουθο ανεπάρκειας της νεφρικής λειτουργίας. Είναι δυνατόν να εμφανιστεί κατά τρόπο οξύ ή να δημιουργηθεί σταδιακά ύστερα από οξέα νοσήματα …   Dictionary of Greek

  • -ίνη — κατάλ. πολλών χημικών όρων οι οποίοι αποτελούν αντιδάνειες λ. ή μεταφορές στην Ελληνική ξεν. όρων που εμφανίζουν κατάλ. ine < λατ. ina, θηλ. τής inus. Η καταλ. ίνη εμφανίζεται σε πολλές κατηγορίες, όπως: 1) στην εμπειρική ονομασία καύσιμων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”