- ἐξ-οστεΐζω
ἐξ-οστεΐζω, die Knochen herausnehmen, sp. Med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-οστεΐζω, die Knochen herausnehmen, sp. Med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξοστεΐζω — ἐξοστεΐζω (Α) 1. βγάζω τα κόκαλα από τη σάρκα, ξεκοκαλίζω 2. (για καρπούς) αφαιρώ τον πυρήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *οστεΐζω (< οστούν)] … Dictionary of Greek