- πεντηκοντα-ετηρίς
πεντηκοντα-ετηρίς, ἡ, Zeitraum von funfzig Jahren, Schol. Thuc. 1, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκοντα-ετηρίς, ἡ, Zeitraum von funfzig Jahren, Schol. Thuc. 1, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκονταετηρίδα — η / πεντηκονταετηρίς, ίδος, ΝΜΑ χρονική περίοδος πενήντα συνεχών ετών, πεντηκονταετία νεοελλ. η πεντηκοστή επέτειος κάποιου σημαντικού γεγονότος καθώς και η γιορτή που γίνεται για την επέτειο αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ετηρίς (< έτηρος… … Dictionary of Greek
τεσσαρακονταετηρίδα — η / τεσσαρακονταετηρίς, ίδος, ΝΜΑ χρονικό διάστημα σαράντα χρόνων νεοελλ. η τεσσαρακοστή επέτειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + ἐτηρίς (< ἐτήρ < έτος), πρβλ. πεντηκοντα ετηρίδα) … Dictionary of Greek
τριακονταετηρίδα — η / τριακονταετηρίς, ίδος, ΝΜΑ, και τριακονθετηρίς και τριακοντετηρίς, Α 1. περίοδος τριάντα ετών, τριακονταετία 2. επέτειος ή εορτή για τη συμπλήρωση τριακονταετίας από αξιόλογο γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ἐτηρίς (πρβλ. πεντηκοντα… … Dictionary of Greek