ἐν-θρονίζω

ἐν-θρονίζω

ἐν-θρονίζω, auf den Thron setzen, Sp.; im med., auf dem Throne sitzen, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρονίζω — (ΑΜ θρονίζω) [θρόνος] 1. θρονιάζω, τοποθετώ κάποιον σε κάθισμα 2. παθ. θρονίζομαι (για βασιλείς) ενθρονίζομαι, εγκαθίοταμαι στον θρόνο αρχ. παθ. μυούμαι …   Dictionary of Greek

  • θρονισμός — ο (ΑΜ θρονισμός) [θρονίζω] η ενθρόνιση …   Dictionary of Greek

  • θρονιστής — θρονιστής, ὁ (Α) [θρονίζω] αυτός που ενθρονίζει, αυτός που εγκαθιστά κάποιον στον θρόνο …   Dictionary of Greek

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

  • μετενθρονίζω — (Μ) μεταθέτω επίσκοπο από μία επισκοπή σε άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐν θρονίζω «δίνω θρόνο»] …   Dictionary of Greek

  • ρονιστήριον — θρονιστήριον, τὸ (Μ) [θρονίζω] αίθουσα θρόνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”