- ἐν-ορμίτης
ἐν-ορμίτης, ὁ, am Hafen (am Ufer) befindlich; Πρίηπος Agath. 57 (X, 14); Antp. Sid. 37 (X, 2).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ορμίτης, ὁ, am Hafen (am Ufer) befindlich; Πρίηπος Agath. 57 (X, 14); Antp. Sid. 37 (X, 2).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμενορμίτης — και λιμενίτας, ου, ὁ (Α) (επίκληση τού Πριάπου) ο θεός τών λιμανιών και τών όρμων, αυτός που οδηγεί προς τα λιμάνια και τους όρμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, ένος + ὁρμίτης (< ὅρμος)] … Dictionary of Greek