- ἐν-θρυμματίς
ἐν-θρυμματίς, ίδος, ἡ, = simpler, Anaxandr. Ath. IV, 131 d; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-θρυμματίς, ίδος, ἡ, = simpler, Anaxandr. Ath. IV, 131 d; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρυμματίς — θρυμματίς, ίδος, ἡ (Α) [θρύμμα] είδος πλακούντα με λίπος, σιμιγδάλι και σύκα … Dictionary of Greek
θρυμματίς — a sort of cake fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυμματίδα — θρυμματίς a sort of cake fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυμματίδες — θρυμματίς a sort of cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθρυμματίς — ἐνθρυμματίς και ἐνθριμματίς, η (Α) [θρυμματίς] είδος πίτας ή βουτήματος (με κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί), το ένθρυπτον … Dictionary of Greek