ἐννέπω

ἐννέπω

ἐννέπω, s. ἐνέπω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εννέπω — ἐννέπω (Α) άλλ. τ. αντί ενέπω* …   Dictionary of Greek

  • ἐννέπω — ἐνέπω tell pres subj act 1st sg ἐνέπω tell pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • сочить — сочу искать, выслеживать (зверя, вора) , укр. сочити подкарауливать , блр. сочыць, др. русск. сочити, сочу искать, разыскивать; вести тяжбу , сочьба донос , сербск. цслав. сочити indicare , болг. соча указываю , сербохорв. со̀чити, со̀чи̑м… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • άσπετος — ἄσπετος, ον (Α) 1. ο άρρητος, ο ανέκφραστος 2. (για αριθμούς) ο αναρίθμητος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) υπέρμετρα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ά σπ ετος (του οποίου η αρχική σημασία είναι «άρρητος») < αστερ. + (ρίζα) *sekw , αποτελεί ρηματικό επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • ένθεν — (AM ἔνθεν) επίρρ. (δεικτ.) 1. (για τόπο) από εκεί, απ αυτό το μέρος («τοὺς δ ἔνθεν ἀναστήσας ἄγεν ἥρως», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἔνθεν καὶ ἔνθεν» απ’ εδώ κι απ εκεί («ἔνθεν και ἔνθεν ἐπορεύοντο οί ὁπλοφόροι», Ξεν.) β) «ἔνθεν κἀκεῑθεν» απ εδώ και απ… …   Dictionary of Greek

  • απεννέπω — ἀπεννέπω κ. ἀπενέπω (Α) 1. απαγορεύω, δεν επιτρέπω 2. αποδοκιμάζω, αποστέργω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + εννέπω ή ενέπω «λέγω, αποτείνω τον λόγο»] …   Dictionary of Greek

  • ενέπω — ἐνέπω και ἐννέπω (Α) 1. διηγούμαι, αφηγούμαι («ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῡσα, πολύτροπον», Ομ. Οδ.) 2. μιλώ, συζητώ 3. υποδηλώνω («κτενῶν νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε», Αισχίν.) 4. μιλώ παραινετικά 5. καλώ, ονομάζω 6. αποτείνω τον λόγο …   Dictionary of Greek

  • επεννέπω — ἐπεννέπω (Α) λέω κατόπιν ή με κάποια ευκαιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εννέπω (< ενFέπω, με αφομοίωση)] …   Dictionary of Greek

  • μετεννέπω — (Α) μιλώ μεταξύ πολλών, λέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐννέπω «διαλέγομαι, ομιλώ»] …   Dictionary of Greek

  • παρεννέπω — Α 1. ενθαρρύνω, εμψυχώνω, παρηγορώ 2. προτρέπω, παρακινώ, συμβουλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐννέπω / ἐνέπω «συζητώ, μιλώ παραινετικά»] …   Dictionary of Greek

  • προεννέπω — και προὐννέπω Α προαναγγέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐννέπω «διηγούμαι, μιλώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”